- τριμέτρου
- τρίμετροςconsisting of threemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… … Dictionary of Greek
ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… … Dictionary of Greek
ιαμβέλεγος — ἰαμβέλεγος, ὁ (Α) ασυνάρτητος στίχος που αποτελείται από το πρώτο μέρος ιαμβικού τριμέτρου και από το δεύτερο μισό ελεγειακού πεντάμετρου … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek